ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΕΙΝΑΙ ΒΙΩΜΑ

Κάποιες παράμετροι στο κρασί είναι αντικειμενικές. Ένας οίνος με πλούσιο σώμα δε μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη σώματος. Ένας οίνος με υψηλή οξύτητα δε μπορεί να στιγματιστεί για έλλειψη αυτής. Ένας οίνος οξειδωμένος δε μπορεί να πλασαριστεί ως μη ελαττωματικός. Όμοια, ένας οίνος ημίξηρος δε μπορεί να παρουσιάζεται ως ξηρός, μα ούτε κι ένας οίνος ροζέ μπορεί να λάβει το χρίσμα του orange wine.

Το πεδίο της υποκειμενικότητας, ωστόσο, είναι σίγουρα ευρύτερο. Διότι η μύτη, ο ουρανίσκος και η προτίμηση διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε ένα παλαιωμένο Chardonnay, για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να εντοπίζει ως πιο έντονα τα στοιχεία μελιού και βανίλιας, τη στιγμή που σε κάποιον άλλο «χτυπούν» περισσότερο τα στοιχεία τροπικών φρούτων και μαρμελάδας εσπεριδοειδών. Ένα Ξινόμαυρο μπορεί να κατακτάει το στόμα κάποιου μέσω των στοιχείων τομάτας και πράσινης πιπεριάς, ενώ το στόμα κάποιου άλλου μέσω των τανινών του. Και, φυσικά, μια Μαλαγουζιά μπορεί να συναρπάσει κάποιον με τον πλούτο των αρωμάτων της και να «μπουχτήσει» κάποιον άλλο για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Όλα είναι θέμα γούστου. Δε θα κακολογήσουμε κάποιον που προτιμάει το Μοσχάτο Σπίνας έναντι του Μοσχάτου Αλεξανδρειας, ούτε κάποιον που προτιμάει τις φρέσκιες εκδοχές του Malbec έναντι των παλαιωμένων. Μα ούτε και κάποιον που προτιμάει το γλυκό κρασί έναντι του ξηρού. Άντε, εντάξει, για να λέμε την αλήθεια, τον τελευταίο μπορεί να τον κράξουμε λιγάκι…

Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα όταν εισέλθει το συναίσθημα στο κάδρο. Πριν από μερικά χρόνια, κουβέντιαζα για κρασιά με έναν οδοντοτεχνίτη από τον Πειραιά. Εξαιρετικός τύπος, λάτρης του οίνου, καταγόμενος από την Αργολίδα. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι (δε θα σταματήσει να) έχει στην καρδιά του τα κρασιά του Σκούρα, γιατί κάθε γουλιά τους του θυμίζει το χώμα του τόπου του. Τα λόγια του με εντυπωσίασαν, αφού ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι τέτοιο. Μου αποτυπώθηκαν στο νου, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως τα κατανόησα πλήρως. Κακό του κεφαλιού μου… Ευτυχώς δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να τα κατανοήσω. Πριν λίγες μέρες πάλι, κουβέντιαζα (ξανά για κρασιά) με κάποιον κολλητό μου. Κατάγεται από την ανατολική Μακεδονία, την οποία αγαπάει πολύ. Πρόσφατα του είχα δωρίσει ένα Ασύρτικο από το Οινοποιείο Χατζηεμμανουήλ, στην Κω. Εκφράστηκε με θερμότατα λόγια γι’ αυτό, γεγονός αναμενόμενο. Τονίζοντας, όμως, την αισθητή διαφορά του από τα αντίστοιχα της πατρίδας του, διαφάνηκε στα λόγια του ότι ως σημείο αναφοράς έχει τα βόρεια Ασύρτικα (βλ. Κτήμα Παυλίδη, Κτήμα Τέχνη Οίνου κλπ). Εκείνα τον έχουν στιγματίσει και εκείνα θα έχει πάντα ως κατόχους των σκήπτρων. Αμέσως αναπόλησα μια προσωπική μου εμπειρία. Σε ένα καλοκαιρινό οικογενειακό γεύμα, με παρέλαση τσιπούρας, μπαρμπουνιού και ζαργάνας, άνοιξα μια φιάλη Ασύρτικου από το Οινοποιείο Νικολού. Ενθουσιάστηκα, γιατί μαζί με την οξύτητα και την απαλή ορυκτότητά του, μου χάρισε εκείνη την αγαπημένη νότα Αττικής, γνώριμη και ζεστή προς εμένα, εδώ και τεσσεράμιση δεκαετίες. Μου χάρισε μια αμυδρότατη, αλλά ταυτόχρονα γλυκύτατη ιδέα από πεύκο, κοκκινόχωμα και σκόνη ασθεστόλιθου. Περιττό να πω πως έγινε ένα από τα αγαπημένα μου Ασύρτικα, όσο κι αν υστερεί σε αίγλη μπροστά στα ξακουστά του είδους (βλ. Κτήμα ΣιγάλαΚτήμα Αργυρού κλπ).

Το κρασί είναι ένας αστείρευτα πολύπλευρος κόσμος. Οι ιστορίες αυτού του κόσμου είναι αμέτρητες. Κι αν αφιερώσουμε την απαιτούμενη προσοχή, μπορεί να ακούσουμε μερικές πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες…

 

 

Φαίδωνας Κυτρίδης

Βιολόγος, PhD / Τελειόφοιτος Οινολόγος