ΣΚΛΑΒΑ
Το οινικό γίγνεσθαι της Ελλάδας είναι ένα ταχέως μεταβαλλόμενο τοπίο. Υπάρχουν δυσκολίες, γκρίνιες και παράπονα, τόσο από την πλευρά των οινοποιών, όσο και από την πλευρά των καταναλωτών. Υπάρχουν όμως και στοιχεία, για τα οποία όλοι εμείς που αγαπάμε το κρασί, χαιρόμαστε. Το επίπεδο του εγχώριου κρασιού ανεβαίνει, με αποτέλεσμα να δίνονται όλο και πιο ουσιαστικές ευκαιρίες σε ποικιλίες σταφυλιού, που είχαν πάρει τον κατήφορο. Αναβιώνουν, αναδεικνύονται και αποκτούν ελπίδα και οπαδούς. Μπορεί, βέβαια, να ισχύει το αντίστροφο: η αναβίωση και ανάδειξη παρατημένων ποικιλιών να συμβάλλει στην ανέλιξη του οινικού επιπέδου της χώρας. Ίσως συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα, σε ένα κύκλο θετικής ανατροφοδότησης.
Τα τελευταία, αρκετά χρόνια γινόμαστε μάρτυρες κατάληψης ραφιών από φιάλες κρασιού που δε βλέπαμε στο παρελθόν. Και δεν εννοώ φιάλες με ένα νέο Αγιωργίτικο ή έναν νέο Ροδίτη ή μια νέα Μαλαγουζιά. Ευπρόσδεκτα και υπαρκτά κι αυτά, ωστόσο αναφέρομαι σε φιάλες που περιέχουν σχετικά άγνωστες ποικιλίες. Το Φωκιανό, η Κυδωνίτσα, το Πρεκνάδι, το Σεριφιώτικο δεν αποτελούν ό,τι διασημότερο στο χώρο των ποικιλιών. Ανάμεσα σε αυτές τις σχετικά άγνωστες ποικιλίες, δεσπόζει και η Σκλάβα.
Οι παλιότεροι κάτοικοι της βόρειας Πελοποννήσου, ιδιαίτερα της Κορινθίας και της Αργολίδας, είναι εξοικειωμένοι με τη Σκλάβα. Θυμούνται τα αμπέλια της φυτεμένα ανάμεσα στα αμπέλια του αγαπημένου Αγιωργίτικου, εδώ και δεκαετίες. Δυστυχώς, δε γλίτωσαν από την εκρίζωση, προς όφελος αρκετών άλλων, εμπορικότερων ποικιλιών. Ευτυχώς, όχι σε πλήρη βαθμό!
Τα αμπέλια της Σκλάβας είναι σκληροτράχηλα. Αντέχουν την ξηρασία, τα άγονα εδάφη, την ελλιπή φροντίδα. Δίνουν λευκά σταφύλια, που ωριμάζουν σχετικά πρώιμα. Παλιότερα, ωστόσο, οι αξιόλογοι αυτοί καρποί αδικούνταν. Οι καλλιεργητές των προηγούμενων γενεών είχαν ανακαλύψει τις αρωματικές και γευστικές αρετές τους, αλλά σπάνια έφτιαχναν μονοποικιλιακό κρασί απ’ αυτούς. Χρησιμοποιούσαν το μούστο από σταφύλια Σκλάβας σε αναμίξεις, προκειμένου να προσδώσουν άρωμα, χρώμα ή άλλα χαρακτηριστικά στο τελικό προϊόν. Συνήθως, τα σταφύλια συγκομίζονταν αρκετά αργότερα από τις μέρες ωρίμανσής τους, όταν συγκομίζονταν τα σαφώς πιο όψιμα Αγιωργίτικο και Μοσχοφίλερο. Μαζί λοιπόν, με τα σταφύλια Αγιωργίτικου ή Μοσχοφίλερου, στο χαρμάνι συμμετείχαν συχνά και υπερώριμα σταφύλια Σκλάβας, πλουσιότατα σε σάκχαρα. Συνέβαλαν ριζικά στην αύξηση του βαθμού αλκοόλης του οίνου, αλλά οι αληθινές τους δυνατότητες καλύπτονταν. Πάντα σε ρόλο κομπάρσου, η Σκλάβα… ήταν όνομα και πράμα.
Μέχρι που, δειλά δειλά, κάποιοι καλλιεργητές στην Πελοπόννησο ξεκίνησαν να τη βλέπουν με άλλο μάτι. Εκτιμώντας τον πλούσιο χαρακτήρα των κρασιών που δίνει, της έδωσαν έδαφος. Κυριολεκτικά. Φαίνεται πως σκλαβώθηκαν οι ίδιοι από τις γεύσεις λευκόσαρκων φρούτων, από τα αρώματα ανθέων γιασεμιού και εσπεριδοειδών και από τη διόλου ευκαταφρόνητη οξύτητα των κρασιών της. Ειδικά στη Νεμέα, τα νέα είναι εξόχως ενθαρρυντικά, αφού η Σκλάβα έχει κατακτήσει πολλά στρέμματα και φαίνεται να επεκτείνεται ακόμα περισσότερο.
Ελπίδα των φίλων του κρασιού είναι η οριστική αποκατάστασή της. Μια τόσο αξιόλογη ποικιλία αξίζει να λάβει τη θέση που της αρμόζει, συνηγορώντας, όχι μόνο στη γευστική μας απόλαυση, αλλά και στην προώθηση της οινικής μοναδικότητας της Ελλάδας.
Μια δοκιμή Σκλάβας θα σας πείσει.
Φαίδωνας Κυτρίδης
Βιολόγος, PhD / Τελειόφοιτος Οινολόγος