ΤΑΧΤΑΣ
Ο πυρετός της αναμπέλωσης δε θα μπορούσε να έχει αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Οι παράγοντες που οδήγησαν σε μαρασμό πολλές από τις παλιές αμπελοκαλλιέργειες είναι ποικίλες και αρκετά γνωστές.
Λόγω των οικονομικών δυσχερειών του προηγούμενου αιώνα, πολλοί κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας μετοίκησαν στις πόλεις. Παράτησαν τα αμπέλια τους για χρόνια και χρόνια ή και για πάντα. Όσοι, πολύ αργότερα, αποφάσισαν να ασχοληθούν ξανά με αυτά, βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέες δυσκολίες. Η ιδέα της διατήρησης και φροντίδας των παλιών, ταλαιπωρημένων αμπελιών ερχόταν σε σύγκρουση με την ιδέα της εκρίζωσης και αντικατάστασής τους με άλλα αμπέλια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η δεύτερη ιδέα βγήκε νικήτρια. Αλλά τα νέα αμπέλια δεν ήταν ίδια με τα παλιά. Ανήκαν σε διαφορετικές ποικιλίες, πιο δημοφιλείς, πιο φιλικές στην καλλιέργεια, πιο εμπορεύσιμες. Έτσι, πολλές τοπικές ποικιλίες έχαναν σταδιακά έδαφος, προς όφελος των διάσημων Syrah, Chardonnay, Merlot και Cabernet Sauvignon.
Οι οικονομικές δυσχέρειες άγγιξαν και όσους παρέμειναν στη γενέτειρά τους. Πλέον, χάθηκε η «πολυτέλεια» της ενασχόλησης με την αμπελοκαλλιέργεια, οπότε η εγκατάλειψη των αγαπημένων φυτών στην τύχη τους φάνηκε αναπόφευκτη. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να ορθοποδήσουν οικονομικά οι τυχερότεροι και να ασχοληθούν ξανά με τα αμπέλια. Το δίλημμα που αναφέρθηκε πρωτύτερα επαναλήφθηκε, με γνωστό νικητή…
Ήταν και περιβαλλοντικοί παράγοντες υπεύθυνοι για καταστροφή αμπελοκαλλιεργειών. Η φυλλοξήρα, οι απρόσμενοι παγετοί, οι παρατεταμένες ξηρασίες και οι παθογόνοι μύκητες οδήγησαν πολλές εκτάσεις σε ολοκληρωτική ή σχεδόν ολοκληρωτική αφάνεια. Η αντικατάστασή τους από νέες ποικιλίες ήταν η πιο συνήθης λύση.
Η Κρήτη δεν εξαιρείται από την παραπάνω ιστορία. Πολλές χαρακτηριστικές ποικιλίες της, όπως το Κοτσιφάλι, η Μανδηλαριά, η Βηλάνα, το Λιάτικο και το Βιδιανό στάθηκαν τυχερές, ωστόσο άλλες στάθηκαν άτυχες. Μόλις πρόσφατα πήρε τα πάνω του το Μοσχάτο Σπίνας. Μόλις πρόσφατα παίρνουν τα πάνω τους το Πλυτό και το Δαφνί. Ακόμα και τα αρκετά πιο διάσημα Ρωμέικο και Θραψαθήρι πληγώθηκαν τις περασμένες δεκαετίες. Σειρά αναβίωσης, λοιπόν, έχει ο Ταχτάς. Ήδη, λίγα κρητικά οινοποιεία έχουν αρχίζει να τον τιμούν.
Ο Ταχτάς ήταν εξόχως αγαπητός στην παλιά Κρήτη. Το λευκό σταφύλι του είναι αρκετά γλυκό και ιδιαίτερα ευχάριστο στη βρώση. Γι΄ αυτό και συχνά καταναλωνόταν ως επιτραπέζιο. Για τον ίδιο λόγο, ο μούστος του αποτελούσε συστατικό τοπικών γλυκισμάτων. Φυσικά, τα υψηλά του σάκχαρα το καθιστούν κατάλληλο και για οινοποίηση. Πολλά σπιτικά κρασιά της Κρήτης περιείχαν τον Ταχτά στο blend τους. Τέλος, συχνή ήταν η παραγωγή σταφίδων από τις ράγες του, οι οποίες διαθέτουν σκληρό φλοιό, αρκετά πλούσιο σε τανίνες (για τα δεδομένα μιας λευκής ποικιλίας).
Πίνοντας μονοποικιλιακό κρασί, φτιαγμένο από Ταχτά, αρώματα γιασεμιού, αχλαδιού, πράσινου μήλου και μοσχολέμονου θα φτάσουν στο οσφρητικό μας αισθητήριο. Η αίσθηση αχλαδιού και πράσινου μήλου θα συνεχιστεί στη γλώσσα μας, η οποία παράλληλα θα ανακαλύψει σαφή στοιχεία βερίκοκου και λευκόσαρκων φρούτων, σε ένα φόντο ικανοποιητικής οξύτητας και σχετικά λιπαρής επίγευσης. Ο Ταχτάς δίνει κρασιά που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα κρασιά των γνωστών λευκών ποικιλιών. Έχουν προσωπικότητα και διακριτό ύφος. Η αναβίωση της ποικιλίας έχει ξεκινήσει και, κρίνοντας από τα πρώτα αποτελέσματα, η ακμή της δε θα αργήσει να επιστρέψει.
Φαίδωνας Κυτρίδης
Βιολόγος, PhD / Τελειόφοιτος Οινολόγος